τετράστιχος — in four rows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράστιχος, -η — ο αυτός που αποτελείται από τέσσερις στίχους (σειρές, γραμμές): Το ποίημα είναι τετράστιχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράστιχον — τετράστιχος in four rows masc/fem acc sg τετράστιχος in four rows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστίχοις — τετράστιχος in four rows masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστίχου — τετράστιχος in four rows masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραστίχους — τετράστιχος in four rows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράστιχα — τετράστιχος in four rows neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
tetrástico — (Del gr. tettares, cuatro + stikhos, verso.) ► adjetivo POESÍA Se aplica a la composición poética que está formada por cuatro versos. * * * tetrástico, a (del lat. «tetrastĭchus», del gr. «tetrástichos», de cuatro líneas) adj. Métr. Se aplica a… … Enciclopedia Universal
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραστιχία — ἡ, Α [τετράστιχος] 1. τέσσερεις στίχοι, τέσσερεις σειρές 2. ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους, τετράστιχο … Dictionary of Greek