τετράστιχος

τετράστιχος
-η, -ο / τετράστιχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή από τέσσερεις σειρές
νεοελλ.
βοτ. (για φυτά) αυτός που φέρει άνθη διατεταγμένα σε τέσσερεις σειρές
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τετράστιχο
ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους ή στροφή ποιήματος η οποία έχει τέσσερεις στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + στίχος (πρβλ. πεντά-στιχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετράστιχος — in four rows masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράστιχος, -η — ο αυτός που αποτελείται από τέσσερις στίχους (σειρές, γραμμές): Το ποίημα είναι τετράστιχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράστιχον — τετράστιχος in four rows masc/fem acc sg τετράστιχος in four rows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστίχοις — τετράστιχος in four rows masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστίχου — τετράστιχος in four rows masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστίχους — τετράστιχος in four rows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράστιχα — τετράστιχος in four rows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tetrástico — (Del gr. tettares, cuatro + stikhos, verso.) ► adjetivo POESÍA Se aplica a la composición poética que está formada por cuatro versos. * * * tetrástico, a (del lat. «tetrastĭchus», del gr. «tetrástichos», de cuatro líneas) adj. Métr. Se aplica a… …   Enciclopedia Universal

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραστιχία — ἡ, Α [τετράστιχος] 1. τέσσερεις στίχοι, τέσσερεις σειρές 2. ποίημα που αποτελείται από τέσσερεις στίχους, τετράστιχο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”